παντόσοφος

English (LSJ)

παντόσοφον, = πάνσοφος, Pl.Com.90.

German (Pape)

[Seite 464] = πάνσοφος, Plat. com. bei Hephaest. p. 91.

Greek (Liddell-Scott)

παντόσοφος: -ον, = πάνσοφος, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ξαντρίαις» 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
πάνσοφος.