πανόπτρια

English (LSJ)

ἡ, fem. of πανόπτης, Phot.

German (Pape)

[Seite 461] ἡ, fem. zu πανόπτης, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνόπτρια: ἡ, θηλ. τοῦ πανόπτης, Φώτ.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
βλ. πανόπτης.