πανόσιος

German (Pape)

[Seite 461] ganz heilig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνόσιος: -α, -ον, πάνυ ὅσιος, Συλλ. Ἐπιγρ 8638, 8727.

Greek Monolingual

-α, -ο / πανόσιος, -ία, -ον, ΝΜ
1. οσιότατος, κατά τα πάντα όσιος
2. (το αρσ. στον υπερθ. ως ουσ.) ο πανοσιότατος και πανοσιώτατος
τιμητικός τίτλος τών άγαμων κληρικών και ιερομονάχων («πανοσιώτατοι ἡγούμενοι», Καισ. Δαπ.).