πανώραιος

Greek (Liddell-Scott)

πανώραιος: -ον, ὁ πάνυ ἢ κατὰ πάντα ὡραῖος, Νικήτ. Παμφ. 30. ― Ἐπίρρ. πανωραίως, Ἀμφιλόχ. σ. 100.

Greek Monolingual

-ον, Μ
πάρα πολύ ωραίος.
επίρρ...
πανωραίως Μ
με πολύ ωραίο τρόπο.