Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
παπικός
Greek Monolingual
-ή, -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πάπα (α. «παπικό κράτος» — το κράτος του Βατικανού β. «παπική Εκκλησία» — η Δυτική Εκκλησία). [ΕΤΥΜΟΛ.<πάπας. Η λ. μαρτυρείται από το 1828 στον Αδ. Κοραή].