παπύριον

English (LSJ)

τό, Dim. of πάπυρος, Dsc.Eup.1.183, Gp.4.7.1.

Greek (Liddell-Scott)

παπύριον: τό, ὑποκορ. τοῦ πάπυρος, Γεωπ. 4. 7, 1.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. παπύρι.