παράρροος

English (LSJ)

παράρροον, in acc. pl. παράρους κεραμίδας, prob. rainpipes, gutters, Inscr.Délos 439b22, 442 A 226 (ii B. C.).

Greek Monolingual

-οον, Α
βλ. παράρ(ρ)ους.