παρέπλω

English (LSJ)

v. παραπλέω.

French (Bailly abrégé)

v. παραπλώω.

Russian (Dvoretsky)

παρέπλω: эп.-ион. 3 л. sing. impf. или aor. 2 к παραπλώω.

Greek (Liddell-Scott)

παρέπλω: ἴδε παραπλέω.

English (Autenrieth)

see παραπλώω.

Greek Monotonic

παρέπλω: γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ του παραπλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρέπλω ep. indic. aor. act. 3 sing. van παραπλέω.