παραβαλλέταιρος

English (LSJ)

ὁ, (παραβάλλω A. VI) one who betrays his comrade, Eust.1406.24.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
1. αυτός που εκθέτει τον σύντροφό του σε κίνδυνο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που προδίδει τον σύντροφο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραβάλλω + ἑταῖρος «σύντροφος»].