παραβγαίνω

Greek Monolingual

1. βγαίνω έξω περισσότερες φορές από ό,τι πρέπει ή μένω έξω από το σπίτι περισσότερη ώρα από το κανονικό
2. μτφ. α) συναγωνίζομαι κάποιον, αναμετρούμαι, αμιλλώμαι
β) νικώ κάποιον σε συναγωνισμό.