Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
παραβγαίνω
Greek Monolingual
1.βγαίνω έξω περισσότερες φορές από ό,τι πρέπει ή μένω έξω από το σπίτι περισσότερη ώρα από το κανονικό 2.μτφ. α) συναγωνίζομαι κάποιον, αναμετρούμαι, αμιλλώμαι β) νικώ κάποιον σε συναγωνισμό.