Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
παραβομβώ
Greek Monolingual
-έω, Α 1.παράγωβόμβοκοντά σε κάποιον ή σε κάτι ή παράγωβόμβο μιμούμενος κάποιον ή κάτι 2. (το παθ.) παραβομβοῦμαι, -έομαι ενοχλούμαι σε μεγάλο βαθμό από θόρυβο, από βόμβο.