παραβομβώ

Greek Monolingual

-έω, Α
1. παράγω βόμβο κοντά σε κάποιον ή σε κάτι ή παράγω βόμβο μιμούμενος κάποιον ή κάτι
2. (το παθ.) παραβομβοῦμαι, -έομαι
ενοχλούμαι σε μεγάλο βαθμό από θόρυβο, από βόμβο.