aor. 1 -έδειρα, excoriate, βραχίονα Hp.Foet.Exsect.1.
[Seite 476] die Haut abziehen, Hippocr.
παραδέρω: ἐκδέρω, «γδέρνω», Ἱππ. 914D.
Αβλ. παραδέρνω.