παραδειγματιστέον
English (LSJ)
one must punish for example's sake, Id.35.2.10.
Greek (Liddell-Scott)
παραδειγματιστέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ παραδειγματίζω, δεῖ παραδειγματίζειν, Πολύβ. 35. 2, 10.
German (Pape)
adj. verb. zu παραδειγματίζω, Pol. 35.2.10.