παραδιοικώ

Greek Monolingual

-έω, Α
1. αναμιγνύομαι στη διοίκηση κάποιου άλλου («ὡς οὐ προσῆκον ἄρχοντος ἑτέρου πολυπραγμονεῖν καὶ παραδιοικεῖν», Πλούτ.)
2. κυβερνώ με κακό τρόπο.