παραδογματίζω

German (Pape)

[Seite 477] eine falsche Lehre haben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραδογματίζω: παραδέχομαι ψευδῆ δόγματα, Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρόν. σ. 63Β.

Greek Monolingual

Μ
δέχομαι ψευδή δόγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δογματίζω (< δόγμα)].