παραδοξότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ, marvellousness, Them.Or.29.344c.
German (Pape)
[Seite 477] ητος, ἡ, das Unerwartete, Wunderbare, Themist. 29 p. 344 c.
Greek (Liddell-Scott)
παραδοξότης: -ητος, ἡ, τὸ θαυμαστόν, τὸ παράδοξον, Θεμίστ. 344C.
-ητος, ἡ, marvellousness, Them.Or.29.344c.
[Seite 477] ητος, ἡ, das Unerwartete, Wunderbare, Themist. 29 p. 344 c.
παραδοξότης: -ητος, ἡ, τὸ θαυμαστόν, τὸ παράδοξον, Θεμίστ. 344C.