παραζάλη

Greek Monolingual

η
1. μεγάλη ζάλη, σύγχυση, (ανα)ταραχή
2. παροιμ. «ο λύκος στην παραζάλη χαίρεται» — οι επιτήδειοι επωφελούνται από τις (ανα)ταραχές.