παραθεώμαι

Greek Monolingual

-άομαι, Α
εξετάζω κάτι σε αντιπαραβολή, παραβάλλω, συγκρίνω («παρατεθεαμένους τους τε ἀγαθοὺς καὶ τοὺς φαύλους», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θεῶμαι «βλέπω, παρατηρώ» (< θέα)].