[Seite 479] ακος, ὁ, Wächter über ein Depositum, Sp.
παραθηκοφύλαξ: -ακος, ὁ, φυλάττων τὰς παρακαταθήκας, Εὐσ. ἐν βίῳ Κωνστ. 1. 14.
-ακος, ὁ, Αο φύλακας τών παρακαταθηκών.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραθήκη + φύλαξ.