παραιφάσσει

English (LSJ)

τινάσσει, πηδᾷ, παρακινεῖ καὶ τὰ ὅμοια, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τινάσσει, πηδᾷ, παρακινεῖ καὶ τὰ ὅμοια».