παραιωρέομαι

Russian (Dvoretsky)

παραιωρέομαι:
1 быть привешенным (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);
2 виснуть, льнуть (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).