παρακολουθητέον
English (LSJ)
one must follow, Procl.in Ti. 1.26D.
Greek (Liddell-Scott)
παρακολουθητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ παρακολουθῶ, δεῖ παρακολουθεῖν, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 9, ἔκδ. Β.
one must follow, Procl.in Ti. 1.26D.
παρακολουθητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ παρακολουθῶ, δεῖ παρακολουθεῖν, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 9, ἔκδ. Β.