παρακροτώ

Greek Monolingual

-έω, Α
1. χτυπώ ελαφρώς («ὁ δὲ παρακροτεῖ ἐς τὸν ὦμον», Λουκ.)
2. μτφ. προτρέπω, ενθαρρύνω.