παραλήπτωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ,
A inheritor, Herm. ap. Stob.1.49.44.
II (in form -λήμπτωρ) = παραληπτής, dub. in PRein.42.12 (i/ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 487] ορος, ὁ, Annehmer, Hermes bei Stob. ecl. phys. 1 p. 932.

Greek (Liddell-Scott)

παραλήπτωρ: -ορος, ὁ, κληρονόμος, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 932.

Greek Monolingual

και παραλήμπτωρ, -ορος, ὁ, Α παραλαμβάνω
ο κληρονόμος.