παραμελώ

Greek Monolingual

παραμελῶ, -έω, ΝΑ
1. αμελώ, δεν φροντίζω για κάποιον ή για κάτι
2. παθ. παραμελοῦμαι, -έομαι
εγκαταλείπομαι από κάποιον («παραμελημένα παιδιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀμελῶ].