παραπλασμός

English (LSJ)

ὁ,
A change of grammatical form, S.E.M.1.176.
II wax used to stop the holes of flutes, Hsch.

German (Pape)

[Seite 494] ὁ, das Umbilden, Sp., wie Sext. Empir. adv. gramm. 176. – Das Wachs, mit dem man die Löcher der Flöte verstopfte, Quint.

Russian (Dvoretsky)

παραπλασμός:преобразование Sext.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλασμός: ὁ, τὸ πλάττειν κατ’ ἄλλον τύπον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 176. ΙΙ. «ὁ ἐν ταῖς τῶν αὐλῶν τρύπαις ῥύπος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α παραπλάσσω
1. μεταβολή του γραμματικού τύπου
2. ο κηρός που έφραζε τις οπές αυλού.