παραρίπτω

English (LSJ)

v. παραρρίπτω. πάραρμα, v. παραίρημα. πάρᾱρος, ον, v. παρήορος III. παράρους, v. παράρροος.

Greek (Liddell-Scott)

παραρίπτω: παράρυθμος, παράρῡμα, ἴδε παράρρ-.

Russian (Dvoretsky)

παραρίπτω: Anth. = παραρρίπτω.