παραρτέω

German (Pape)

[Seite 497] ion. statt παραρτάω, bes. im med., ausrüsten, in Bereitschaft setzen, τί, Her. 7, 142. 8, 76. 9, 42; παραρτέετο στρατιὴν καὶ τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ, 7, 20; u. absolut, sich rüsten, 9, 29 πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον, vgl. 8, 81.