παρασπάς

English (LSJ)

παρασπάδος, ὁ, ἡ, shoot torn off and planted, Thphr. HP 2.1.1, Gp.10.3.4 and 5; opp. παραφυάς, Thphr. HP 2.2.4.

German (Pape)

[Seite 499] άδος, ἡ, = παραφυάς, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

παρασπάς: -άδος, ὁ, ἡ, παραφυὰς ἀποσπασθεῖσα πρὸς φύτευσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 1., 2. 2, 4, Γεωπ. 10. 3, 4, 5.