παρασυγχέω

English (LSJ)

confuse, τὰς συντάξεις A.D.Conj.239.4.

German (Pape)

[Seite 501] (s. χέω), auf fehlerhafte Weise vermischen, τὰς συντάξεις, Apollon. B. A. 505, 15.

Greek (Liddell-Scott)

παρασυγχέω: συγχέω, Α . Β. 505.

Greek Monolingual

Α
συγχέω, κάνω σύγχυση.