παρασυνάπτω
German (Pape)
[Seite 501] daneben, damit verbinden, D. L. 7, 71.
Russian (Dvoretsky)
παρασῠνάπτω: грам. связывать (ὑπὸ τοῦ συνδέσμου παρασυνάπτεσθαι Diog. L.).
[Seite 501] daneben, damit verbinden, D. L. 7, 71.
παρασῠνάπτω: грам. связывать (ὑπὸ τοῦ συνδέσμου παρασυνάπτεσθαι Diog. L.).