παρασχεθεῖν

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 poét. de παρέχω.

Greek Monotonic

παρασχεθεῖν: απαρ. ποιητ. αορ. βʹ του παρέχω.

Russian (Dvoretsky)

παρασχεθεῖν: Arph. = παρασχεῖν.