παρασχεῖν

English (LSJ)

παρασχέμεν, παρασχεθεῖν, v. παρέχω.

Russian (Dvoretsky)

παρασχεῖν: inf. aor. 2 к παρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

παρασχεῖν: παρασχέμεν, παρασχεθεῖν, ἴδε παρέχω.

Greek Monotonic

παρασχεῖν: Επικ. -χέμεν, απαρ. αορ. βʹ του παρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασχεῖν, παρασχεθεῖν, παρασχέμεν inf. aor. act. van παρέχω.