παραταίρι

Greek Monolingual

το
αυτός που στερείται από τον σύντροφο του στο ζευγάρι, αυτός που δεν έχει σύντροφο, ο ασυντρόφευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ταίρι].