παραφράστης

Greek (Liddell-Scott)

παραφράστης: -ου, ὁ, ὁ παραφράζων· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 448. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 427-430, ἔνθα ψέγεται ὁ τύπος παραφραστής, ὡς μὴ ὀρθός.