παραφυλακτέον

English (LSJ)

A one must observe, Vett. Val.314.34, Heph.Astr.1.23, Eust.1352.15.
2 one must avoid, Aët.3.25; one must beware, Cod.Just.1.3.52.3.
II Adj. παραφυλατέος, α, ον, to be avoided, Aët.7.24.

Greek (Liddell-Scott)

παραφῠλακτέον: ῥημ. ἐπίθ., παρατηρητέον, Εὐστ. 1352. 15. 2) πρέπει να προσέχῃ τις, Κλήμ. Ἁλ. 172. 173, κτλ.