παραωριμάζω

Greek Monolingual

1. (για καρπούς) ωριμάζω περισσότερο από όσο πρέπει, με κίνδυνο να σαπίσω
2. μτφ. α) έχω περάσει την κατάλληλη για γάμο ηλικία
β) έχω γεράσει πολύ.