παρβασία

English (LSJ)

poet. for παραβασία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. παραβασία.

Greek Monotonic

παρβασία: παρβάτης, παρβεβᾰώς, ποιητ. αντί παρα-βασία κ.λπ.