παρδαλωτός

English (LSJ)

παρδαλωτή, παρδαλωτόν, spotted like the pard, Luc.Bis Acc.8.

German (Pape)

[Seite 509] gepardelt, getigert, wie ein Panther gefleckt, καὶ κατεστιγμένος τὴν χρόαν, Luc. bis accus. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tacheté comme une panthère ou un léopard.
Étymologie: πάρδαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρδαλωτός -ή -όν [πάρδαλις] gevlekt als een panter.

Russian (Dvoretsky)

παρδᾰλωτός: как у леопарда, леопардовый, т. е. пятнистый (π. τὴν χρόαν Luc.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΝΑ πάρδαλις
ποικιλόχρωμος, με στίγματα σαν της λεοπάρδαλης
νεοελλ.
(το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο παρδαλωτός
γένος μικρόσωμων ωδικών πουλιών της οικογένειας oicaeidae της τάξης στρουθιόμορφα.

Greek Monotonic

παρδᾰλωτός: -ή, -όν (όπως από παρδαλόω), αυτός που είναι πιτσιλωτός όπως η λεοπάρδαλη, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρδᾰλωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων στίγματα οἷα ἡ πάρδαλις, παρδαλός, κατεστιγμένοι καὶ παρδαλωτοὶ τὴν χρόαν Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.

Middle Liddell

παρδᾰλωτός, ή, όν [as if from παρδαλόω]
spotted like the pard, Luc.