παρειρύω
English (LSJ)
v. παρερύω .
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ion. c. παρερύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρειρύω Ion. voor παρερύω.
Russian (Dvoretsky)
παρειρύω: ион. = παρερύω.
Greek (Liddell-Scott)
παρειρύω: ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ παρερύω.
Greek Monolingual
βλ. παρερύω.
Greek Monotonic
παρειρύω: ποιητ. και Ιων. αντί παρερύω.