παρεμφατικός

English (LSJ)

παρεμφατική, παρεμφατικόν, indicative, προσώπου, πλήθους, A.D.Pron.63.10, Synt.68.6; τὰ π. finite verb-forms, opp. ἀπαρέμφατα, D.H.Comp.5.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμφᾰτικός: -ή, -όν, ὁ παρεμφαίνων τροποποίησίν τινα ἐννοίας (ἴδε παρέμφασις), μετὰ γεν., Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 132, 141, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρεμφατικός, -ή, -όν ΝΑ παρεμφαίνω
φρ. «τα παρεμφατικά» ή «παρεμφατικές εγκλίσεις»
γραμμ. η οριστική, η υποτακτική, η ευκτική και η προστακτική, οι οποίες παρεμφαίνουν το πρόσωπο και τον αριθμό, σε αντιδιαστολή προς το απαρέμφατο
νεοελλ.
αυτός που φανερώνει, που παρουσιάζει κάτι με έμμεσο ή πλάγιο τρόπο, ο έμμεσα δηλωτικός
αρχ.
αυτός που δηλώνει ή σημαίνει κάτιπαρεμφατικός προσώπου», Απολλ. Δύσκ.).