παρθενομάρτυς

Greek (Liddell-Scott)

παρθενομάρτυς: ἡ, παρθένος μάρτυς, Εὐστ. Πονημάτ. 171, 46.

Greek Monolingual

-υρος, ἡ ΜΑ
παρθένος μάρτυς.