παρθενοποιός

Greek Monolingual

-όν, Μ
αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι παρθένο («παρθενοποιὸς τῶν ψυχῶν», Κύριλλ. Ιεροσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -ποιός].