παριόντος

Greek (Liddell-Scott)

παριόντος: (= παρεόντος, παρόντος), μετοχ. τοῦ ὑπαρκτ. ῥήμ., Ἐπιγρ. Ὀρχομενοῦ Βοιωτ. Bul. de cor. hel. III, σ. 464-465. - παρίωνθι = παρῶσι, ὑποτακτ., Ἐπιγρ. Αἰγοσθενιτῶν L. et F. 1.