παρμέμβλωκε

English (LSJ)

v. παραβλώσκω.

German (Pape)

[Seite 524] perf. von παραβλώσκω, dabei gegangen sein, dabei sein; Il. 4, 11. 24, 75; Ap. Rh. 4, 1167, Schol. erkl. πάρεστι.

Russian (Dvoretsky)

παρμέμβλωκε: (ν) эп. 3 л. sing. pf. к * παραβλώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

παρμέμβλωκε: ἴδε παραβλώσκω.

English (Autenrieth)

see παραβλώσκω.

Greek Monotonic

παρμέμβλωκε: Επικ. γʹ ενικ. παρακ. του παραβλώσκω.