παροτρυντικός

English (LSJ)

παροτρυντική, παροτρυντικόν,
A fit for inciting, εἰς μάχην Eust.1169.55. -ύνω, urge on, c. inf., πὰρ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν Pi.O.3.38, cf. Act.Ap.13.50, J.AJ7.6.1, Luc.Tox.35.
2 Medic., displace the uterus, Hp.Mul.2.138.

German (Pape)

[Seite 528] ή, όν, zum Antreiben gehörig, geeignet, Eust. 1169, 55.

Greek (Liddell-Scott)

παροτρυντικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόδιος εἰς παρότρυνσιν, παρορμητικός, Εὐστ. 1169 55.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παροτρυντικός, -ή, -όν, ΝΑ παροτρύνω
κατάλληλος για παρότρυνση ή αυτός που συντελεί σε παρότρυνση, ο προτρεπτικός.