παρόα

English (LSJ)

v. παρείας.

Greek Monolingual

και παρούα και παραύα, ἡ, Α
πάπ. (θηλ. του παρειάς ή πάρωος ή παρώας ή παρούας), η καστανόχρωμη φοράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παρῶαι].