παρόψομαι

French (Bailly abrégé)

f. de παροράω.

Russian (Dvoretsky)

παρόψομαι: fut. к παροράω.

Greek (Liddell-Scott)

παρόψομαι: μέλλ. τοῦ παροράω.

Greek Monotonic

παρόψομαι: μέλ. του παροράω.