παρῆκα

French (Bailly abrégé)

v. παρίημι.

Greek Monotonic

παρῆκα: αόρ. αʹ του παρίημι.

Russian (Dvoretsky)

παρῆκα: aor. к παρίημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρῆκα indic. aor. act. van παρίημι.