παρῳχημένος

German (Pape)

[Seite 530] ὁ, χρόνος, die vergangene Zeit, tempus praeteritum, Gramm., eigtl. part. perf. von παροίχομαι.

Greek Monolingual

-η, -ο / παρωχημένος, -η, -ον, ΝΜΑ
βλ. παροίχομαι.